Перевод: с немецкого на все языки
λύρας κτύπος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
FUNERAE — quae alias Latinis Praeficae, Iudaeis Gap desc: Hebrew, Graecis ἀοιδοὶ vel θρήνων ἔξαρχοι, item πενθήτριαι dictae, tristi cantu lugentium maestitiam comitari solebant. Quod fiebat vel voce solâ, ut in funere Alcestis, prohibente marito eius… … Hofmann J. Lexicon universale
λυρόκτυπος — και λυροκτύπος, ον (Α) 1. αυτός που παίζει λύρα 2. (για τη χορδή τού τόξου) αυτός που ηχεί σαν λύρα 3. (για άσμα) αυτός που παίζεται με συνοδεία λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κτύπος (πρβλ. αρματό κτυπος, ηλιό κτυπος)] … Dictionary of Greek